Ράιτ, Ρίτσαρντ

Ράιτ, Ρίτσαρντ
(Wright, Νάτσεζ, Μισισιπής 1908 – Παρίσι 1960). Αμερικανός συγγραφέας. Γιος νέγρου χωρικού που εγκατάλειψε την οικογένεια του, πέρασε φτωχή και ανυπότακτη παιδική ηλικία σε κολέγιο ή κοντά σε συγγενείς του (η μητέρα του έπαθε παράλυση όταν ο Ρ. ήταν 10 ετών). Στο Σικάγο, όπου προσπαθούσε να επιζήσει κάνοντας διάφορα επαγγέλματα, ήρθε σε επαφή με την κομουνιστική ομάδα, άρχισε να μελετά και συνειδητοποίησε το συγγραφικό του ταλέντο. Προσχώρησε στο «John Reed Club», έγραψε για το περιοδικό New Massesκαι το 1934 έγινε μέλος του κομουνιστικού κόμματος. Υπήρξε ο πρώτος νέγρος συγγραφέας που απελευθερώθηκε από τη «σχολή του Χάρλεμ» και ακολούθησε τη μεγάλη παράδοση του αμερικανικού νατουραλιστικού μυθιστορήματος. Έπειτα από μια πετυχημένη συλλογή διηγημάτων –Τα παιδιά του μπάρμπα-Θωμά (1938)– στερέωσε τη φήμη του με το Ιθαγενής γιος (1940), ένα βίαιο μυθιστόρημα γεμάτο στοχασμό, για τη διαβίωση των νέγρων στα γκέτο των πόλεων. Ακολούθησαν, μεταξύ άλλων, το αυτοβιογραφικό Μαύρο αγόρι (1945) και Ο παρείσακτος (1953), μυθιστόρημα που έγραψε στο Παρίσι, όταν, αφού απομακρύνθηκε από το κομουνιστικό κόμμα, το 1944, άρχισε να επηρεάζεται από την υπαρξιστική κίνηση. Καρπός του ταξιδιού του στην Ισπανία είναι το μακροσκελές δοκίμιο Η παγανιστική Ισπανία (1957).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Νόιτρα, Ρίτσαρντ Τζόζεφ — (Richard Joseph Neutra, Βιέννη 1892 – Βούπερταλ, Γενεύη 1970). Αμερικανός αρχιτέκτονας. Αυστριακής καταγωγής, μαθητής του Ότο Βάγκνερ και του Άντολφ Λόος, συνεργάστηκε στην Ευρώπη με τον Γκρόπιους και τον Μέντελσον. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου… …   Dictionary of Greek

  • Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… …   Dictionary of Greek

  • σπίτι — Το σπίτι, η αρχαία οικία, δημιουργήθηκε από τη στιγμή που ο άνθρωπος άρχισε να ξεχωρίζει τους διάφορους χώρους σε σχέση με τη χρήση τους εκ μέρους της οικογένειας του και τη μεταξύ τους λειτουργική σχέση· έτσι μπορεί να ονομαστεί σ. και το σύνολο …   Dictionary of Greek

  • αρχιτεκτονική — Επιστήμη που αναφέρεται στην τέχνη της οικοδομικής και στους διάφορους ρυθμούς της. Ο όρος, στην ευρύτερη έννοιά του, σημαίνει την τεχνική και την επιστήμη της κατασκευής. Όπως δείχνει η ετυμολογία του, ο όρος αρχιτέκτονας προϋπέθετε, ήδη στην… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • ντοκιμαντέρ — Ο όρος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από την κινηματογραφική κριτική ως επίθετο. Τον δημιούργησε ο Τζον Γκρίρσον, ο οποίος, το 1926, στην κριτική του για την ταινία Μοάνα του Ρόμπερτ Φλάερτι, που δημοσίευσε στην εφημερίδα Sun της Νέας Υόρκης,… …   Dictionary of Greek

  • Σαίκσπηρ, Ουίλιαμ — (Shakespeare). Άγγλος ποιητής και θεατρικός συγγραφέας (Στράτφορντ ov Αίηβον 1564 1616). Από τις ελάχιστες πληροφορίες που έχουμε για τη ζωή του, οι πιο αξιόπιστες είναι εκείνες που βγαίνουν από δικαστικά έγγραφα και μαρτυρίες συγχρόνων του. Γιος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”